- εκτροχιάζομαι
- εκτροχιάζομαι, εκτροχιάστηκα, εκτροχιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραστρατίζω — και παραστρατώ και παραστρατάω 1. (μτβ.) εκτρέπω κάποιον από τον ευθύ δρόμο, τον κάνω να βγει από τη στράτα του («το σκοτάδι μάς παραστράτισε») 2. (αμτβ.) (κυρίως στον τ. παραστρατώ) παρεκκλίνω, εκτρέπομαι από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι,… … Dictionary of Greek
εκτρέπω — εξέτρεψα και έκτρεψα, εκτράπηκα, μτβ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι να βγει από τη θέση του ή την πορεία του, παρασύρω: Τα σιδερένια αντικείμενα εκτρέπουν τη μαγνητική βελόνα. 2. το μέσ., εκτρέπομαι παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. 3. μτφ., παρασύρομαι σε κάτι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτροχιάζω — εκτροχίασα, εκτροχιάστηκα, εκτροχιασμένος, μτβ. 1. αναγκάζω κάτι (και μάλιστα όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές) να βγει από την τροχιά του. 2. μτφ., το μέσ., εκτροχιάζομαι βγαίνω από τα όριά μου, το παρακάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)